ἀκατάλληλα

ἀκατάλληλα
ἀκατάλληλος
not fitting together
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άβολα — Πόλη(31.100 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, στην επαρχία των Συρακουσών. Η πόλη ανοικοδομήθηκε μετά τον σεισμό του 1963. Στην περιοχή της υπάρχουν μεγάλα εκτροφεία βοοειδών. Η Α. απέχει 37 χλμ. περίπου από το Ιόνιο πέλαγος. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται …   Dictionary of Greek

  • αεικής — ἀεικὴς και αττ. αἰκής, ές (Α) 1. ανάρμοστος, ακατάλληλος, υβριστικός, απρεπής 2. ευτελής, ασήμαντος, τιποτένιος 3. επιβλαβής, θανατηφόρος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀεικές ακατάλληλα, άπρεπα 5. φρ. «οὐδὲν ἀεικές έστι», δεν είναι καθόλου παράδοξο που… …   Dictionary of Greek

  • γνάφαλο — και γνέφαλο και νάφαλο και νούφαλο, το (AM γνάφαλον και γνάφαλλον, Α και κνάφαλλον και κνέφαλλον) [γνάπτω] μικρά κομμάτια από νήματα και κλωστές, κατάλληλα για να γεμίσουν μαξιλάρια και στρώματα νεοελλ. (συνήθως πληθ.) τρίχες ή κομμάτια από… …   Dictionary of Greek

  • δυσπαρευνία — Πόνοι που είναι αισθητοί στην είσοδο ή λίγο βαθύτερα στον κόλπο, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Διακρίνεται σε επιφανειακή και βαθιά δ. Κατά την πρώτη, ο πόνος εντοπίζεται στην είσοδο του κόλπου και μπορεί να οφείλεται σε φλεγμονή,… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

  • κακοφάγος — ο (ψυχιατρ.) άτομο που από διαστροφή τής ορέξεως τρώει είδη ακατάλληλα για διατροφή ή και βλαβερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ τού ἔ φαγ ον τού ἐσθίω*), πρβλ. ταχυ φάγος, ωμο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • κακοφαγία — η 1. το να τρώγει κανείς ανεπαρκή ή ανθυγιεινή τροφή, ολιγοφαγία, υποσιτισμός, κακή διατροφή 2. (ψυχιατρ.) παθολογική ψυχική κατάσταση ατόμων που από διαστροφή τής ορέξεως τρώνε είδη ακατάλληλα για διατροφή ή και βλαβερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

  • μετουσίωση — η (Μ μετουσίωσις) [μετουσιώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετουσιώνω, η μεταβολή τής ουσίας ενός πράγματος 2. εκκλ. η μετατροπή τού άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα τού Χριστού νεοελλ. 1. βιολ. μεταβολή τών πρωτεϊνών, η οποία συνίσταται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”